- χοίρειον
- χοίρειοςof a swinemasc acc sgχοίρειοςof a swineneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοίρειος — α, ο / χοίρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοίρεος, έη, ον, Α [χοῑρος] (λόγιος τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, χοιρινός (α. «χοίρειο κρέας» β. χοίρειος κόπρος», Αριστοτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χοίρειον και επικ. τ. χοίρεον το… … Dictionary of Greek